- σκάλωμα
- Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας.
* * *το, ΝΜΑνεοελλ.1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών, σκαρφάλωμα, αναρρίχηση2. τμήμα αγρού σε πλαγιά λόγου που έχει ισοπεδωθεί, δαμάκι3. αγκίστρωση, πιάσιμο από αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια4. μτφ. σκόνταμμα, σταμάτημα, ανακοπήμσν.κλίμακα από σχοινίαρχ.στον πληθ. τὰ σκαλώματαοι γωνίες και οι καμπυλότητες τού ποταμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλωμα: πέπλος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «αναρρίχηση» < σκαλώνω].
Dictionary of Greek. 2013.